- υψοσε
- ὑψόσεὑψό-σεadv. ввысь, вверх
(ἀείρειν, πηδᾶν Hom.)
κίονες ὑ. ἔχοντες Hom. — уходящие ввысь колонны
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀείρειν, πηδᾶν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑψόσε — aloft indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψόσε — Α επίρρ. προς τα πάνω, ψηλά («καὶ τά γ Ἀθηναίη ληΐτιδι δῑος Ὀδυσσεὺς ὑψόσ ἀνέσχεσθε χειρί», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. ό σε (πρβλ. ἀγχ ό σε, τηλ ό σε)] … Dictionary of Greek
ὑψόσ' — ὑψόσε , ὑψόσε aloft indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επόρνυμι — ἐπόρνυμι και ἐπορνύω (Α) 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὅς μοι ἐπῶρσε μένος», Ομ. Ιλ.) 2. διεγείρω και στέλνω εναντίον κάποιου («ἐπεὶ γὰρ Ἥρα σοι γένος Τυρσηνικὸν ληστῶν ἐπῶρσεν», Ευρ.) 3. στέλνω από ψηλά εναντίον κάποιου («Ζεύς... ὦρσεν ἀπ’ Ἰδαίων… … Dictionary of Greek
πηδώ — πηδῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α 1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β.… … Dictionary of Greek